- τελεσσιδώτειρα
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ' Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + δώτειρα (πρβλ. χαριτο-δώτειρα), με διπλασιασμό τού -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Dictionary of Greek. 2013.